- ὀψαρτυτής
- ὀψαρτ-ῡτής, οῦ, ὁ,A cook, Hyp.Fr.259;
ὀψαρτυταὶ καὶ μυροποιοί Phld.Mus.p.86
K.; used derisively of a gourmand, Timae.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀψαρτυταὶ καὶ μυροποιοί Phld.Mus.p.86
K.; used derisively of a gourmand, Timae.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψαρτυτής — ὀψαρτυτής, ὁ (Α) μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + ἀρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] … Dictionary of Greek
ὀψαρτυτής — cook masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυταῖς — ὀψαρτυτής cook masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυταί — ὀψαρτυτής cook masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτοῦ — ὀψαρτυτής cook masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτήν — ὀψαρτυτής cook masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτῶν — ὀψαρτυτής cook masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτάς — ὀψαρτυτά̱ς , ὀψαρτυτής cook masc acc pl ὀψαρτυτά̱ς , ὀψαρτυτής cook masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψαρτυσία — ὀψαρτυσία, ἡ (ΑΜ) [οψαρτυτής] η τεχνική παρασκευής τού φαγητού, η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής … Dictionary of Greek
οψαρτύω — ὀψαρτύω (Α, Μ ὀψοαρτύω) παρασκευάζω ή καρυκεύω εδέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ουσ. ὀψαρτυτής] … Dictionary of Greek